-
1 κάμνω
Aκαμεῖται Il.2.389
, Pl.Lg. 921e; [dialect] Ep. inf.- έεσθαι A.R.3.580
: [tense] aor. 2 ἔκᾰμον, [dialect] Ep.κάμον Il.4.187
,al.; inf. καμεῖν, [dialect] Ep. subj. redupl. κεκάμω, κεκάμῃσι, κεκάμωσιν, Il.1.168, 17.658, 7.5 (but Aristarch. read κε κάμω, etc., prob. rightly): [tense] pf.κέκμηκα Il.6.262
, etc.: [tense] plpf.ἐκεκμήκεσαν Th.3.98
; [dialect] Ep. part. κεκμηώς, κεκμηῶτι, κεκμηῶτα, Il.23.232, 6.261, Od.10.31;κεκμηότας Il.11.802
; κεκμηῶτας is v.l. for κεκμηκότας in Th.3.59:— [voice] Med., [tense] aor. 2ἐκᾰμόμην Od.9.130
, [dialect] Ep.καμ- Il.18.341
.I trans., work, μίτρη, τὴν Χαλκῆες κάμον ἄνδρες wrought it, 4.187, 216;ἐπεὶ πάνθ' ὅπλα κάμε 18.614
;σκῆπτρον.., τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων 2.101
, cf. 8.195;κ. νῆας Od.9.126
;πέπλον Il.5.338
, cf. Od.15.105;ἵππον 11.523
;λέχος 23.189
; ἄστυ build, A.R.1.1322: also in [tense] aor. [voice] Med.,ἱρόν Id.2.718
.2 [tense] aor.[voice] Med., win by toil, τὰς (sc. γυναῖκας)αὐτοὶ καμόμεσθα βίηφί τε δουρί τε μακρῷ Il.18.341
.3 [tense] aor.[voice] Med., labour, till,οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον.. ἐκάμοντο Od.9.130
;οἴκους Philet.8
.II intr., toil, labour, τινι for one, Od.14.65;ὑπὲρ τῆς πόλεως Th.2.41
: then, from the effect of continued work, to be weary, , cf. 11.802: with acc. of the part, οὐδέ τι γυῖα.. κάμνει nor is he weary in limb, 19.170, etc.; ;ὁ δ' ἀριστερὸν ὦμον ἔκαμνεν 16.106
: freq. c. part., κ. πολεμίζων, ἐλαύνοντες, ἐρεθίζων, is weary of fighting, rowing, etc., 1.168, 7.5, 17.658, etc.;οὐ μέν θην κάμετον.. ὀλλῦσαι Τρῶας 8.448
;ἔκαμον δέ μοι ὄσσε πάντῃ παπταίνοντι Od.12.232
; but οὐδέ τι τόξον δὴν ἔκαμον τανύων I did not long strain over stringing the bow, i.e. did it without effort, 21.426, cf. Il.8.22: later freq. with neg., οὔτοι καμοῦμαι.. λέγουσα I shall never be tired of saying, A.Eu. 881;μὴ κάμῃς λέγων E.IA 1143
; ;οὔποτε κάμοιμ' ἂν ὀρχουμένη Ar.Lys. 541
(lyr.); κ. εὐεργετῶν, ἐπαινῶν, Pl.Grg. 470c,Lg. 921e: c. dat., κ. δαπάναις to grow tired in spending, spare expense, Pi.P.1.90.3 to be sick or suffering, τί πάσχεις; τί κάμνεις; Ar.Nu. 708; οἱ κάμνοντες the sick, Hdt.1.197, cf. S.Ph. 282, And.1.64, Pl.R. 407c, Ep.Jac.5.15, etc.; of a doctor's patients, Hp.Acut.1, D.18.243, SIG943.10 ([place name] Cos); καμοῦσα ἀπέθανε having fallen sick, And.1.120: c. acc. cogn.,κάμνειν νόσον E.Heracl. 990
, Pl.R. 408e; [ τὴν ποδάγραν] v.l. in Arist.HA 604a23;τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.111
; τὰ σώματα to be ill or distempered in body, Pl.Grg. 478a;ὠσίν τε κὤμμασιν Herod.3.32
;πάθᾳ Pi.P.8.48
; ;ἀπὸ τοῦ τραύματος Luc.Tox.60
;ὑπὸ νόσου Hdn.3.14.2
.4 generally, to be distressed, meet with disaster,στρατοῦ καμόντος A.Ag. 670
;τῷ πεποιημένῳ κ. μεγάλως Hdt.1.118
, cf. A.Ag. 482 (lyr.), E.Med. 1138, HF 293; οὐ καμῇ τοὐμὸν μέρος wilt not have to complain.., S.Tr. 1215;κ. ἔν τινι E.Hec. 306
, IA 966; of a ship, : c. acc. cogn., οὐκ ἴσον καμὼν ἐμοὶ λύπης not having borne an equal share of grief, S.El. 532.5 in [tense] aor. part., of the dead, i. e. either outworn, or those whose work is done, or those who have met with disaster, , cf.Theoc.17.49;βροτῶν εἴδωλα καμόντων Od.11.476
; εἴδωλα κ. 24.14, Il.23.72, cf. A.Supp. 231, etc.: also in [tense] pf. part. in Trag. and Prose,κεκμηκότες S.Fr. 284
, E.Supp. 756, Th.3.59, Pl.Lg. 718a, 927b, Arist.EN 1101a35; ἱερὰ τῶν κ. E.Tr.96; also in the finite Verb,ὅπη ἄνθρωπος ἔκαμε Berl.Sitzb. 1927.158
([place name] Cyrene).--The [tense] pf. is always intr. (Cf. Skt. śamnīte 'work hard', 'serve zealously', śamitár- 'sacrificing priest', Gr. εἰρο-κόμος, κομέω, κομίζω.) -
2 πρόνοια
A perceiving beforehand, foresight, foreknowledge,τοὖπος τὸ θεοπρόπον τᾶς παλαιφάτου π. S.Tr. 823
(lyr.);προνοίαισι τοῦ πεπρωμένου A.Ag. 684
(lyr.).2 = πρόγνωσις 11.b, Hp. ap.Gal.18 (2).8.II foresight, forethought,ἐπῄνεσ'.. πρόνοιαν ἣν ἔθου S.Aj. 536
;π. δ' ἐστὶν οὐδενὸς σαφής Id.OT 978
; προνοίας οὕνεκα so far as foresight, caution is required, Id.Ph. 774, cf.El. 1015; with forethought, purposely,Hdt.
1.120, 159, etc.; opp. κατὰ τύχην, Id.8.87, cf. Antipho 5.21, Lys.26.19, Pl.Phdr. 241e; ἀπὸ προνοίας τινῶν by their precautions, Th.8.95;τὴν π. τὴν ές ἡμέας ἔχουσαν Hdt. 8.144
; προνοίᾳ τῶν συγγενῶν, φίλων, τῆς πόλεως, by care for.., And.1.56; esp. of crimes committed with design or malice prepense, ἐκ προνοίας τραῦμα, ἐκ π. φόνοι, Aeschin.3.212, Din.1.6, etc.;ἐκ π. ἀποθνῄσκειν Antipho 1.22
, cf. Lys.3.28; τὰ ἐκ π., opp. ἀκούσια, Arist.Pol. 1300b26; so οὐδεμία π. ἐστι τραύματος no intention of wounding, Lys.3.41; πρόνοιαν ἔχειν (or ἴσχειν) τινός to take thought for.., show care for.., E.Alc. 1061, Th.2.89, etc.;περί τινος S.Ant. 283
;ὑπέρ τινος Isoc.16.9
;ἡ τοῦ χόρτου π. PFlor.131.7
(iii A. D.), cf. 148.2 (iii A. D.): c. inf., πολλὴν π. εἶχεν εὐσχήμως (fort. εὐσχήμων) ; πολλὴν π. ἔχειν μέλλοντας.. to be ware of doing a thing, Antipho 5.91;π. ποιεῖσθαί τινος D.21.97
, etc.: pl., X.Oec.7.38.2 providence,τοῦ θείου ἡ π. Hdt.3.108
; ;θεία π. E.Ph. 637
(troch.);πρόνοιαι θεῶν Pl.Ti. 44c
: abs., divine providence,προνοίας ἔργῳ X.Mem.1.4.6
, etc., cf.Zeno Stoic.1.44, Cleanth.ib.121, Chrysipp. ib.2.168, al. ( περὶ προνοίας as title of one of his works, ib.3.203).3 Pythag. name for five, Theol.Ar.31.III Πρόνοια Ἀθηνᾶ Athena as goddess of Forethought, under which name she was worshipped at Delphi, D.25.34, D.S.11.14, Parth.25, Paus.10.8.6, Plu.2.825b, Jul.Or.4.149b, etc.; at Delos acc. to Macr.Sat.1.17.55, cf. Aristid.1.97 J., Or.37(2).26; alsoἸουλία θεὰ Σεβαστὴ Π. IG3.461
: this name of Athena, which is guaranteed by the context in D., Aristid., Jul., Macr. Il. cc., seems to have been a distortion of the name Προναία or Προνᾴα (v.πρόναος 1
), but πρόνοια is f.l. for Προναία (or Προνᾴα ) in Aeschin. (v.πρόναος 1
), and D.S., Parth., Paus., Plu. Il. cc. shd. perh. be corrected.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόνοια
См. также в других словарях:
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… … Dictionary of Greek
νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… … Dictionary of Greek
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
τέτανος — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
τετανός — Οξεία νόσος που προκαλείται από την εξωτοξίνη ενός βακτηριδίου του Κλωστηρίδιου (clostridium) και χαρακτηρίζεται από νευρομυϊκά συμπτώματα (ακούσιοι σπασμοί των ραβδωτών μυών). Το υπεύθυνο μικρόβιο είναι ένα αναερόβιο σπορόγονο βακτηρίδιο, που… … Dictionary of Greek
σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… … Dictionary of Greek
εκχύμωση — Διασκόρπιση αίματος στους μαλακούς ιστούς του σώματος, με αιτία το χτύπημα ή την πίεση από αμβλύ όργανο. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στην πορεία νόσου με αιμορραγική διάθεση, καθώς και έπειτα από ασφυξία ή κατάψυξη. Η ε. έχει αρχικά χρώμα… … Dictionary of Greek
προαγκτηριάζω — Α δένω από πριν με αγκτήρα, δένω πριν από την εγχείρηση με ένα είδος χειρουργικής λαβίδας με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἀγκτηριάζω «συσφίγγω τα χείλη μιας πληγής με αγκτήρα»] … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek